επιβολεύς

επιβολεύς
(-εως) ο тех
1) штамповочный молот; ковочный штамп; штамп; 2) пест, толкач (гончарный)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επιβολεύς" в других словарях:

  • ἐπιβολεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβολῆς — ἐπιβολεύς masc nom pl ἐπιβολεύς masc nom/voc pl ἐπιβολή throwing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβολῆι — ἐπιβολεύς masc dat sg (epic ionic) ἐπιβολῇ , ἐπιβολή throwing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβολέας — ο (Α ἐπιβολεύς) νεοελλ. σιδηρουργικό εργαλείο για τη συμπιεστική τύπωση κομματιού σιδήρου αρχ. επίκληση τού Ηρακλή στους Θουρίους …   Dictionary of Greek

  • ἐπιβολῇ — ἐπιβολῆι , ἐπιβολεύς masc dat sg (epic ionic) ἐπιβολή throwing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»